- θλιπτικως
- θλιπτικῶςдавлением, силой давления
(κινεῖν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κινεῖν Sext.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
θλιπτικῶς — θλιπτικός due to pressure adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θλιφτικός — ή, ό (Α θλιπτικός, ή, όν) [θλίβω] νεοελλ. 1. θλιβερός, λυπητερός, πένθιμος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θλιφτικά (ενν. ρούχα) τα πένθιμα ρούχα, η πένθιμη αμφίεση αρχ. αυτός που προκαλείται από θλίψη, από σύνθλιψη («θλιπτικὸν πάθημα», Γαλ.).… … Dictionary of Greek